στουρέκι

στουρέκι
το бот. шаровница

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "στουρέκι" в других словарях:

  • στουρέκι — το, Ν βοτ. κοινή ονομασία τού είδους φυτού Globularia alypum. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσουρέκι (< τουρκ. corek) με μετάθεση] …   Dictionary of Greek

  • σέννα — και σένα και σέννη, η, Ν 1. το φυτό κασσία 2. εμπορική ονομασία τών φύλλων και καρπών μερικών ειδών τού φυτού αυτού, καθώς και τού φαρμακευτικού σκευάσματος που λαμβάνεται από τα φύλλα και τούς καρπούς του και χρησιμοποιείται ως καθαρτικό 3.… …   Dictionary of Greek

  • άλυπο — (globularia alypum). Είδος αειθαλών μικρών θάμνων της οικογένειας των γλοβουλαριιδών. Είναι πολύ κοινό φυτό σε ξηρά, άγονα και πετρώδη εδάφη της Ελλάδας, γνωστό με τα ονόματα: τσουρέκι, τσουράκι, τσουκλάδι, σιδέρι, στουρέκι, αλληλούια και της… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»